- ληκύθειος
- ληκήθειος, -ον (Α) [λήκυθος]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε λήκυθο2. φρ. «ληκύθειος Μοῡσα» — η τραγωδία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λήκυθος — Αγγεία μικρού μεγέθους της αρχαιότητας που περιείχαν αρώματα ή λάδι. Σήμερα, οι αρχαιολόγοι ονομάζουν λ. έναν ορισμένο τύπο μυροδόχου αγγείου σε σχήμα φιάλης, με μακρύ και πολύ στενό λαιμό, μία λαβή και βάση. Το σχήμα αυτό άρχισε να εμφανίζεται… … Dictionary of Greek